Το τηλέφωνό κόντεψε να μου πέσει από τα χέρια το πρωί όταν με ενημέρωσαν ότι ο πατέρας μου μεταφέρεται στο νοσοκομείο Καβάλας. Κάτι έπαθε στη θάλασσα. Έφτασα στο νοσοκομείο και επί μισή ώρα ρωτούσα αλαφιασμένος που πάω. Έψαχνα από εδώ και από εκεί και συνολικά όλη αυτή την ώρα ζήτημα να βρήκα 5 εργαζόμενους του νοσοκομείου για να τους ζητήσω πληροφορίες. Ευτυχώς, ένας υπάλληλος της ασφάλειας κάτι είχε ακούσει και με οδήγησε στα επείγοντα.

Η εικόνα του πατέρα μου να τον μεταφέρουν σε κρεβάτι με οξυγόνο, καλυμμένο με μια κουβέρτα έκτακτης ανάγκης ήταν σοκαριστική. Ίσως, η μετατροπή της θνητότητας των γονιών μου από αρχέγονο φόβο σε πραγματικότητα, να ήταν αυτό που με έκανε να φτάσω πολύ κοντά στο να χάσω τις αισθήσεις μου. Ίσως, να ήταν αφόρητη η συνειδητοποίηση της αλλαγής ρόλων που τώρα καλούμουν να παίξω. Από δέκτης της φροντίδας σε φροντιστή. Ο τραυματιοφορέας μου ζήτησε τη βοήθειά μου να μεταφέρει το κρεβάτι στο ακτινολογικό. Έτσι συνήλθα και σιωπηλά καθώς τον μεταφέραμε, κοιτούσα τον πατέρα μου. Είχε τα μάτια του ανοιχτά αλλά φαινόταν να είναι αφηρημένος θεατής στο τι συνέβαινε γύρω του.

Μόνο όταν βγήκε από τις ακτίνες κατάφερα να του μιλήσω. Με κοίταξε απορημένος. Έβγαλα τη μάσκα και με αναγνώρισε. Ανταλλάξαμε δύο κουβέντες. Και οι δύο ήμασταν καλύτερα μετά από αυτό. Τον πήγαν στο δωμάτιο και εμένα με στείλανε για να δώσω τα στοιχεία του. Μου είπανε να πάω να πάρω πάνες και μωρομάντιλα. Κάθε ασθενής φέρνει τα δικά του !!!

Αφού τα αγόρασα από ένα σούπερ μάρκετ, γύρισα στο νοσοκομείο. Ο πατέρας μου κοιμόταν. Κοίταξα τον θάλαμο. 6 κρεβάτια όλα γεμάτα με ασθενής σε αναπνευστήρα. Το βλέμμα μου συναντήθηκε με έναν από αυτούς. Μου έκανε νόημα να πάω κοντά του. Μου ζήτησε νερό. Τον βοήθησα. Αμέσως με κάλεσε και ο απέναντι, ήθελε να τον σηκώσω. Προσπάθησα να τον κρατήσω αλλά δεν είχε καθόλου κρέας πάνω του. Καθώς φοβήθηκα να μη διαλυθεί. του είπα ότι θα ειδοποιήσω τη νοσοκόμα.

Επιτέλους βρήκα τη γιατρό. Με ενημέρωσε ότι ο πατέρας μου έχει πνευμονία που οφείλεται στο νερό που κατάπιε. Πρέπει να αδειάσουν τα πνευμόνια του μου είπε. Αφού με ρώτησε για τη φαρμακευτική του αγωγή, μου είπε να μην ανησυχώ και ευγενικά μου ζήτησε να αποχωρήσω. Ο κορωνοϊός βλέπεις, δεν επιτρέπονται συνοδοί.

Πήρα τον δρόμο της επιστροφής με το αυτοκίνητο. Για να ξεχαστώ έφερα τις εικόνες του νοσοκομείου. Υποστελεχωμένο, απαρχαιωμένο, αφιλόξενο. Τα κρατικά νοσοκομεία στην Ελλάδα έχουν το μαύρο τους το χάλι. Ειδικά την τελευταία δεκαετία έχουν ρημάξει τελείως.

Ανοίγοντας τον υπολογιστή, θυμήθηκα ότι σήμερα είναι η επέτειος του ΟΧΙ. Αναρωτήθηκα αν θα μπορούσαν τα πράγματα να είναι διαφορετικά. Όχι, μόνο στα νοσοκομεία αλλά σε όλους τους τομείς της ζωής μας. Τι θα είχε άραγε συμβεί αν το ΟΧΙ παρέμενε ΟΧΙ;

Δεν έχω ιδέα σε τι κατάσταση θα ήταν η οικονομία. Ξέρω όμως ότι σίγουρα δε θα υπήρχε αυτή η συλλογική στεναχώρια που υπάρχει πλέον στη χώρα μας. Το ξέρω γιατί πριν έξι χρόνια έζησα το ακριβώς αντίθετο. Τη συλλογική αυτοπεποίθηση ότι τα πράγματα αλλάζουν. Ότι η μούργα που στοιχειώνει τις ζωές μας, μπορεί να χάσει. Ήταν 5 Ιουλίου 2015, ήταν ημέρα που αναπνεύσαμε τόσο δυνατά που, έστω και για λίγο, καθάρισαν τα πνευμόνια μας. Το ίδιο εύχομαι σήμερα και για τον πατέρα μου.